- σπάστρα
- και σπάρτα, ἡ, Μκαθαριότητα, πάστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. σπαστρεύω / σπαρτεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάστρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) στην πρώην επαρχία Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.). * * * η 1. τέλεια καθαριότητα 2. διαύγεια, διαφάνεια («η θάλασσα... ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα», Σολωμ.) … Dictionary of Greek